- ευδοκιμία
- εὐδοκιμία, ή (ΑΜ) [ευδόκιμος]1. η ευδοκίμηση («μήτ' εἴς τινας ὠφελείας ἐπιστημῶν βλέψαντες μήτε τινὰς εὐδοκιμίας», Πλάτ.)2. ευτυχής έκβαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδοκιμίᾳ — εὐδοκιμίᾱͅ , εὐδοκιμία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμίας — εὐδοκιμίᾱς , εὐδοκιμία fem acc pl εὐδοκιμίᾱς , εὐδοκιμία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμίαν — εὐδοκιμίᾱν , εὐδοκιμία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)